- επιγελώ
- ἐπιγελῶ, -άω (AM)περιγελώ, εμπαίζω1. γελώ επιδοκιμαστικά2. (για κύμα) σπάω απότομα στην ακρογιαλιά3. (για εκβολή ποταμού) ροχθώ4. αστράφτω πάνω σε μια επιφάνεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιγελῶ — ἐπιγελάω laugh approvingly pres imperat mp 2nd sg ἐπιγελάω laugh approvingly pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐπιγελάω laugh approvingly pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐπιγελάω laugh approvingly pres subj act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SCHOLASTICUS — cognomen Ioannis Antiocheni Presbyteri et Apocrisiatii primum, exin Patriarchae Constantinopolitani, cuius exstat Συναγωγὴ κανόνων, Collectio Canonum, cui is primus Graecorum inseruit Canones Apostolicos, ut vocant. LXXXV. Sardicenses XXI. eosque … Hofmann J. Lexicon universale
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
συνεπιγελώ — άω, Α περιγελώ κάποιον με χαιρεκακία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιγελῶ «περιγελώ, εμπαίζω»] … Dictionary of Greek